- Diglotte
- 1Di|glot|teder; -n, -n<zu gr. (attisch) glõtta »Zunge, Stimme«>(veraltet) svw. ↑Dolmetscher.Diglotte 22Di|glot|tedie; -n, -n<zu 1↑Diglotte>(veraltet) zweisprachiges Buch
Das große Fremdwörterbuch. 2013.
Das große Fremdwörterbuch. 2013.
Papyrus 41 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 41 Text Apostelgeschichte 17 22 † Sprache griechisch koptische … Deutsch Wikipedia
Bilinguisme — Le bilinguisme peut se rapporter à des phénomènes concernant: un individu qui connaît deux langues ; une communauté où deux langues sont employées. Il consiste théoriquement dans le fait de pouvoir s exprimer et penser sans difficulté dans… … Wikipédia en Français
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek