Limnometer
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
limnometer — variant of limnimeter … Useful english dictionary
λιμνόμετρο — το ο λιμνογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnometer < limn(o) (< λίμνη) + meter (< μέτρον). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα] … Dictionary of Greek